Δαμάστωρ

Δαμάστωρ
Μυθολογικό πρόσωπο. Γίγαντας που επιχείρησε στη διάρκεια της Γιγαντομαχίας, μαζί με άλλους γίγαντες, να ανεβεί με σκάλα στον ουρανό για να καταπολεμήσει τους θεούς. Μην έχοντας άλλο όπλο, άρπαξε το πτώμα του αδελφού του, Πάλλαντα, που τον είχε απολιθώσει η Αθηνά δείχνοντάς του το κεφάλι της Μέδουσας, και το εκσφενδόνισε εναντίον των θεών. Τελικά όμως τον νίκησε η Αθηνά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Δαμάστωρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δαμάστορος — Δαμάστωρ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Damastor [1] — DAMASTOR, ŏris, Gr. Δαμάστωρ, ορος, des Agelaus Vater. Sieh Agelaus …   Gründliches mythologisches Lexikon

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”